-
1 υστεριζω
1) приходить (слишком) поздно, запаздывать Thuc., Xen.ὑ. τοῦ δείπνου Plut. — опаздывать к обеду;
ὑ. τὸ εἰδέναι Xen. — получать запоздалые сведения2) упускать(ἐν τοῖς καιροῖς Xen., Arst. и τῶν καιρῶν Dem.)
πρὸς ἅπασαν βοήθειαν ὑ. Plut. — опоздать с оказанием хоть какой-л. помощи;κραυγῇ οὐδὲν ὑστεριζούσῃ τοῦ λαγῶ Xen. — с криком и не отставая ни на шаг от зайца3) отставать, уступать, быть ниже(τινός Isocr., Xen.)
4) не иметь, быть лишенным -
2 ὑστερίζω
A- ιῶ D.4.32
, Arist.Ph. 262b17: [tense] aor. ὑστέρισα (v. ὑστερέω, which is a freq. v. l.):— like ὑστερέω, come after, come later or too late, Th.6.69, X.An.6.1.18, Men.364.5, Sam. 325; of attacks of fever, Gal.7.353;ὑ. ἐν [τοῖς καιροῖς] X.Cyr.8.5.7
, cf. 7.5.46, Arist.Ph. l.c., GA 770a22; αἱ ὧραι ὑ. the seasons are late, Plu.Luc.31; of the mind, Arist.SE 174a19; c. gen.,ὑ. τῶν καιρῶν
to be behind, come too late for,D.
4.35, 18.102;τῶν ἔργων Id.4.38
, cf. ib.32;τῶν πραγμάτων Isoc.3.19
;τῶν βαρβάρων Id.4.164
; ὑ. τῶν συλλογισμῶν to be behind-hand in apprehending them, Arist. Rh. 1400b32, cf. 1410b25;τὸ ναυτικὸν πρὸς ἅπασαν ὑστερίζον βοήθειαν Plu.Ant.63
; κραυγῇ οὐδὲν ὑστεριζούσῃ τοῦ λαγῶ lagging behind it, X.Cyr.1.6.40.II metaph., lag behind, be or become inferior to, c. gen.,ἀθληταί τινες.. ὑ. τῶν ἀντιπάλων Id.Mem.3.5.13
; τοὶς λόγοις ὑ., opp. τοῖς ἔργοις πρωτεύω, Arist.Rh.Al. 1420a18.III ὑ. τῆς ἀκμῆς τῆς ἐμαυτοῦ I am later than, i.e. past, my prime, Isoc.9.73; ἂν ὑστερίζῃ τῆς τεταγμένης ἀκμῆς if the guest is later than the appointed time, Alex.149.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστερίζω
См. также в других словарях:
υστερίζω — Α [ὕστερος] 1. (κυριολ. και μτφ.) μένω πίσω, καθυστερώ («ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ», Θουκ.) 2. (με γεν.) καθυστερώ, φθάνω αργά σχετικά με κάτι («τοὺς δ ἀποστόλους πάντας ὑμῑν ὑστερίζειν τῶν καιρῶν», Δημοσθ.) 3. έχω έλλειψη από κάτι, στερούμαι κάτι… … Dictionary of Greek